παρεντερικός

παρεντερικός
-ή, -ό
ιατρ. (σχετικά με την χορήγηση τροφής, υγρών ή φαρμακευτικών ουσιών στον οργανισμό) αυτός που παρακάμπτει το πεπτικό σύστημα, που δεν χρησιμοποιεί τον εντερικό σωλήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parenteral < παρ(α)-* + εντερικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρεντερικός — ή, ό όχι από το έντερο, έξω από το έντερο: Η εισαγωγή θρεπτικών ουσιών από τη φλέβα στον οργανισμό λέγεται θρέψη παρεντερική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”